- καταπαιδεύω
- καταπαιδεύω (Α)1. τιμωρώ κάποιον πολύ αυστηρά2. επιβάλλω πειθαρχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπαιδεύοντος — καταπαιδεύω chastise pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)